- συντηρεῖται
- συντηρέωkeeppres ind mp 3rd sg (attic epic)συντηρέωkeeppres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
αγρεργάτης — ο ο μισθωτός ή ημερομίσθιος εργάτης, αυτός δηλαδή που δεν έχει καθόλου ή επαρκή κλήρο και συντηρείται προσφέροντας εξαρτημένη εργασία σε αγροτικές εκμεταλλεύσεις … Dictionary of Greek
αερότροφος — η, ο αυτός που τρέφεται, που συντηρείται με τον αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + τροφος < τρέφω] … Dictionary of Greek
αλφηστής — ἀλφηστής, ο (Α) (Μ και ἀλφηστήρ, ῆρος) 1. αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την εργασία του, εργατικός, δραστήριος 2. είδος ψαριών που κολυμπούν κατά ζεύγη 3. φρ. «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους Φαίακες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. γνωστή ήδη από… … Dictionary of Greek
αυτοσυντήρηση — η 1. το να μπορεί κανείς να συντηρείται με δικά του μέσα 2. βιολ. «ένστικτο αυτοσυντηρήσεως» το ένστικτο το οποίο ωθεί το άτομο αφενός στην εξασφάλιση της τροφής και στην προφύλαξή του, αφετέρου στην προβολή και δικαίωση της ατομικότητάς του.… … Dictionary of Greek
αυτοσυντήρητος — η, ο αυτός που συντηρείται με τα δικά του μέσα, ο αυτάρκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + συντηρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στον Φίλιππο Ιωάννου] … Dictionary of Greek
γύψωση — η (Μ γύψωσις) [γυψώ] επάλειψη με γύψο νεοελλ. 1. προσθήκη γύψου στο κρασί για να είναι διαυγές και να συντηρείται καλύτερα 2. επίδεση με γύψινο επίδεσμο κατάγματος ή εξάρθρωσης 3. προσθήκη γύψου στο έδαφος για την καλύτερη ανάπτυξη τών φυτών … Dictionary of Greek
δημοσυντήρητος — η, ο (για ιδρύματα κοινής ωφέλειας) αυτός που συντηρείται από τον δήμο ή από το δημόσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
δώμα — H ελεύθερη πάνω επιφάνεια της επίπεδης στέγης ενός κτιρίου· η ταράτσα. Η κατασκευή του δ. οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους: αφενός στην έλλειψη επαρκούς ξυλείας ώστε να κατασκευαστεί επικλινής στέγη και αφετέρου στην ανάγκη συλλογής του βρόχινου… … Dictionary of Greek
εύοχος — εὔοχος, ον (Α) 1. αυτός που συγκρατεί στερεά, ισχυρά («ἐν δεσμῷ εὐόχῳ», Ιπποκρ.) 2. αυτός που είναι κατάλληλος για συγκράτηση 3. αυτός που εύκολα τηρείται, διαφυλάσσεται, συντηρείται («εΰοχον σχῆμα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οχος (< έχω),… … Dictionary of Greek